- υπερημερία
- η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια τής παρέλευσης τής προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών τουνεοελλ.1. (νομ.) υπαίτια καθυστέρηση καταβολής ή αποδοχής τής παροχής2. φρ. α) «υπερημερία οφειλέτη»(νομ.) η παράνομη καθυστέρηση τής παροχής από γεγονός για το οποίο ευθύνεται ο οφειλέτηςβ) «υπεριμερία δανειστή»(νομ.) η νομική κατάσταση που δημιουργεί ο δανειστής όταν αυθαίρετα αρνείται την προσήκουσα παροχή ή αρνείται να συμπράξει στην εκτέλεσή της όταν η σύμπραξη αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση εκπλήρωσης τής οφειλής από τον οφειλέτηαρχ.1. πρόστιμο που επιβαλλόταν στην περίπτωση τής μη εμπρόθεσμης παράδοσης ή διανομής αντικειμένων2. καταπόνηση, εξάντληση3. έγγραφο με το οποίο δηλωνόταν κατάσχεση4. φρ. α) «λαμβάνω τι ὑπερημερίᾳ» — παραλαμβάνω κάτι με το δικαίωμα τής κατάσχεσης (Δημοσθ.)β) «ὑπερημερίαν πράττω» — ενεργώ κατάσχεση λόγω εκπρόθεσμης εκπλήρωσης υποχρέωσης (Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.